πολυαλγής

πολυαλγής
-ές, Α
αυτός που προξενεί πολύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. βαρυ-αλγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυαλγῆ — πολυαλγής very painful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυαλγής very painful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυαλγής very painful masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαλγέα — πολυαλγής very painful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυαλγής very painful masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”